- ἐρασιπλόκαμος
- ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον1 with lovely locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) P. 4.136
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ερασιπλόκαμος — ἐρασιπλόκαμος, ον (Α) αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ἐρασιπλόκαμον — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem acc sg ἐρασιπλόκαμος decked with love locks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιπλοκάμου — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιπλοκάμων — ἐρασιπλόκαμος decked with love locks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)